- καταχωρίζω
- (AM καταχωρίζω)γράφω κάτι στη δική του θέση σε βιβλίο ή κατάλογο, καταγράφω (α. «η αίτηση μου καταχωρίστηκε στο πρωτόκολλο» β. «οὐ κατεχωρίσθη ὁ ἀριθμὸς ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἠμερῶν τοῡ βασιλέως», ΠΔ)νεοελλ.δημοσιεύω κάτι σε εφημερίδαμσν.1. χωρίζω, διασπώ2. ξεχωρίζωαρχ.1. τοποθετώ κάτι σε μια θέση, κατατάσσω («τοὺς λόγους καταχωρίσας ᾗπερ ὐμῑν δοκεῑ», Ξεν.)2. ορίζω, κατατάσσω, εγγράφω («οἱ εἰς τὸ ναυτικὸν κατακεχωρισμένοι»)3. καταδαπανώ, καταναλίσκω («ὠνούμενοι γυναῑκας καὶ οἶνον, ἅπαντα τὸν μισθὸν εἰς ταῡτα κατεχώριζον», Διόδ.)4. μεταβιβάζω κάτι σε κάποιον με επίσημη πράξη5. καταγράφω, αναφέρω, περιλαμβάνω σε βιβλίο («κατεχώρισε ἐν τοῑς ποιήμασι τούσδε τοὺς στίχους», Διόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.